-

Ήταν ωραία τότε η ζωή

Είμαστε -τουλάχιστον- σαδιστές: Μας αρέσει να ΄χουμε το φεγγάρι κάθε νύχτα να βολοδέρνει στον ίδιον ουρανό, επιβάλλοντάς του τη λάμψη, μονάχα για να καταλαγιάζουμε τη δική μας μοναξιά, δίχως να υπολογίζουμε τη δική του. Επίσης, μας αρέσει το ίδιο ακριβώς, να το κάνουμε και στον εαυτό μας. Ήταν ωραία τότε η ζωή, όταν ακόμη τη φανταζόμασταν. Όταν ακόμη μας χάιδευε στο πρόσωπο ένα ποίημα, πριν καταλήξει να μας κόψει το λαιμό. Μετά έπρεπε να τρέξουμε ξυπόλυτοι σε ακάνθινους δρόμους, να προλάβουμε να γεμίσουμε με αίμα ένα παλιό μελανοδοχείο μας, προσπαθώντας να σώσουμε απ΄τη λαιμαργία τού δρόμου όσο περισσότερο αίμα γινόταν, να μη χαθεί ούτε μια σταγόνα παραπάνω, και δε γραφτεί κάποιο ποίημα. Εκεί που μάτωναν τα πόδια μας σ΄αυτούς τους δρόμους, εμείς διαλέγαμε να συλλέξουμε ΄κείνο τού λαιμού. Αφού δε μας άκουγαν όταν μιλούσαμε, γινόμασταν ποιητές. Άλλωστε, πάντοτε είχαμε μια σαδιστική τάση, ακόμα κι απέναντι στο υπερτροφικό Εγώ μας. ( Ενίοτε το σκορπίζαμε και στους δρόμους.

Πώς, άλλωστε, νομίζατε πως δημιουργούνται οι κήποι; Με το σώμα τών ποιητών για λίπασμα, και το αίμα τους για πότισμα. -…κι ήταν τόσο όμορφα τα τριαντάφυλλα τής αυλής μας.- ) Ήταν ωραία τότε η ζωή, όταν ακόμη δεν είχαμε καταλάβει πως πασχίζουμε για το δολοφόνο μας. Όταν ακόμη δεν είχαμε καταλάβει, πως σχεδιάζαμε την αυτοκτονία πολυτελείας μας με τρόπο δειλορομαντικό. Παρηγορούμασταν μ΄ένα δήθεν ελαφρυντικό, που τ΄ονομάζαμε θυσία.

Είμαστε -τουλάχιστον -μαζοχιστές: Μας αρέσει να μας ξυπνά ο ήλιος στην αυγή του δίπλα σ΄ερωτευμένο σώμα, να μας καβουρντίζει το πρόσωπο τα μεσημέρια, και γλυκά να μας χαρίζεται στη δύση του, μόνο και μόνο για να μας θυμίζει το φως που δεν είχε ποτέ η ζωή μας. Κι ήταν τόσο ειρωνική η επιθυμία μας να τον κοιτάμε κι αυτός να μας τυφλώνει. Ήταν ωραία τότε η ζωή, όταν ακόμη τη φανταζόμασταν. Όταν ακόμη για ρούχο φορούσαμ΄ έναν ουρανό και πίσω μας, στο χώμα, σέρνονταν μακρύ το ξάστερο κομμάτι του. Βλέπετε, οι αλήθειες μας ήταν άδειες νυχτιές, και τα ψέματά μας μεροκάματα. Ώσπου σε κάθε μας πισωβάδισμα, σκοντάφταμε, για να καταλήξουμε απ΄την πτώση αιμόφυρτοι πάλι, να τρέχουμε στον ίδιο δρόμο προς το ίδιο παλιό μελανοδοχείο μας, για ν΄ανακαλύψουμε πως εν τέλει: ΄κείνο το αίμα που χύνονταν απ΄τον ώμο μας, ήταν στείρο, κι η θυσία θα πήγαινε χαμένη. Ήταν ωραία τότε η ζωή, όταν ακόμη δεν είχαμε αντιληφθεί πως ένα ποίημα έκλαιγε στον ώμο μας, και σε κάθε πτώση πισωβαδίσματος το σκοτώναμε.

– Πώς να γράψεις ποίημα με ξένο αίμα;

– Ήταν ωραία τότε η ζωή, όταν ακόμη δεν είχαμε καταλάβει πως εμείς οι ίδιοι ήμασταν ποιητές, και τα ποιήματα το Εγώ που μας κυρίευε. Ήταν ωραία τότε η ζωή, όταν ακόμη τη φανταζόμασταν.

Του Βαλάντη Γαούτση

Πηγή:psychorropia.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ