-
Ο Ρόμπερτ Φρανκ, εpαστής της φωτογραφίας και των ταξιδιών, μοίραζε τον χρόνο του στις πόλεις του κόσμου.
Γεννήθηκε στην Ελβετία μα ταξίδεψε τόσο που ξέχασε από που ξεκίνησε.
Κυνηγός της ταυτότητας που έκρυβε μια πόλη η ένα χωριό, κατάφερε να αναδείξει αυτό που άλλοι φωτοφράφοι απέφευγαν:
Την ωμή αλήθεια.
Έτσι πέρασε κι από την Αγγλία, αποτυπώνοντας την ζωή των φτωχών και των πλουσίων. Τα καλοραμμένα σακάκια των εύπορων ανδρών και τα ανάλαφρα γέλια των φτωχών παιδιών να παίζουν στη μέση του δρόμου.
Το έργο του είναι εκτός από καλλιτεχνικό, ιστορικό δείγμα. Κατάφερε αριστοτεχνικά να αποτυπώσει την διαφορά των κοινωνικών τάξεων της πόλης, χαρακτηριστικό της εποχής.
Γεννημένος στην Ελβετία, ο Robert Frank εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ξεκινά την εξερεύνηση του κόσμου.
Μετά τα ταξίδια του σε Κολομβία και Περού, έζησε στη Γαλλία μεταξύ 1950 και 1953, όπου και αποτύπωνε σκηνές του δρόμου.
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Ελβετός φωτογράφος αποφασίζει να γυρίσει τη χώρα, χρησιμοποιώντας την κάμερα του, με τον ίδιο τρόπου που ο Jack Kerouac χρησιμοποιούσε την γραφομηχανή του.
Τράβηξε χιλιάδες εικόνες και συνέλαβε το αυθεντικό πρόσωπο της Αμερικής με το βιβλίο τους Αμερικανούς, μια πραγματική απεικόνιση χωρίς ανησυχίες σχετικά με τη φωτεινότητα ή τις πόζες.
Οι κριτικοί αντέδρασαν με ένα μίγμα περιφρόνησης και αγανάκτησης, κατηγορώντας τον ότι το έργο του είναι αντι-αμερικανικο, καθώς αρνούνταν να δεχτούν την αγωνία και τη θλίψη που τόλμησε να εκθέσει ο Robert Frank.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εγκαταλείπει τη φωτογραφία για να ασχοληθει με ταινίες για μουσικούς όπως οι Rolling Stones και οι Beatles.
Ωστόσο, μετά το θάνατο της κόρης του σε αεροπορικό δυστύχημα το 1969 και την τοξικομανία και σχιζοφρένεια του γιου του, ο οποίος εν τέλει πέθανε το 1993, επέστρεψε στην φωτογραφία πιο πρόθυμος από ποτέ.
Επιδιώκει να μετατρέψει την απελπισία του σε μια έντονη ενδοσκόπηση.
Ακριβώς όπως έκανε η Beat γενιά, από την εξερεύνηση του κόσμου, ο φωτογράφος εξερεύνησε τον εαυτό του.
-“Γιατί τραβάς όλες αυτές τις εικόνες;”
-“Επειδή είμαι ζωντανός”