-

Τώρα που θέλεις εσύ, δε θέλω εγώ

Ξέρεις, πάντα άκουγα ότι η ζωή είναι ρόδα και γυρίζει. Αν δηλαδή κάποιος, κάπου, κάποτε σε πλήγωσε και σου συμπεριφέρθηκε άδικα, θα το βρει αργά ή γρήγορα μπροστά του, και κατά πάσα πιθανότητα θα γυρίσει ξανά πίσω σε σένα. Καλή θεωρία, δε λέω, και απολύτως παρηγορητική. Κάτι σαν το «όλα γίνονται για κάποιο λόγο», ή το «ότι είναι να γίνει, θα γίνει». Α, ας μην ξεχάσω και το «κάθε εμπόδιο για καλό». Όσο ωραία λοιπόν ήταν αυτή η θεωρία, τόσο δεν πίστευα ποτέ πως θα συνέβαινε με εμάς αυτό. Θες γιατί είχαν ήδη περάσει τόσοι μήνες, τόσα χρόνια; Επειδή από εκείνη τη μέρα που μου μιλούσες με γρίφους και υπονοούμενα, εξαφανίστηκες και δε σε πέτυχα ξανά μπροστά μου; Ίσως κι επειδή δεν ήθελα πάλι να αρχίσω να ελπίζω σε κάτι τελειωμένο, σε εμάς δηλαδή. Αυτό που δεν μπόρεσα ποτέ να χωνέψω ήταν το πόσο ξηγημένα σου συμπεριφέρθηκα, και το πόσο δυσανάλογη ήταν η δική σου στάση απέναντι μου. Δε σου είπα ποτέ ψέματα, δεν ήμουν ποτέ καταπιεστική ή φορτική, δε σου έκανα κήρυγμα που πάλι θα έβγαινες με τους φίλους σου και όχι με εμένα, που με έπνιγαν τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα κι ένα Σάββατο λαχταρούσα για να σε δω. Το ενδιαφέρον μου στο έδειξα από την αρχή, ντόμπρα κι άμεσα, και δε σε έκανα ποτέ να αμφιβάλλεις για τα αισθήματά μου. Όπως και να ‘χει, επέλεξες να συνεχίσουμε χώρια, αφήνοντας όμως ένα παραθυράκι πάντα ανοιχτό, μία καβάτζα. Αυτό με πλήγωσε πιο πολύ, το ότι δε μου είπες στα ίσα ότι ήθελες να χωρίσουμε. Αλλά με δικαιολογίες τύπου «θέλω χρόνο να σκεφτώ», άφηνες εμένα να φαντάζομαι. Μέχρι που λίγες μέρες μετά έμαθα ότι ήσουν ήδη αλλού, και τότε κατάλαβα. Πέρασαν λοιπόν μήνες, χρόνια, και πια ο καθένας μας είχε βρει το δρόμο του. Εγώ τουλάχιστον έκανα προσπάθειες, και οι περισσότερες απέδιδαν. Με εσένα είχα σταματήσει να ασχολούμαι από καιρό, κι αν είχα κρατήσει κάτι από εσένα, ήταν αυτό το αίσθημα του αδικημένου. Το ότι ποτέ δε με άφησες να σου πω τι ένιωθα, πόσο άδικα μου φέρθηκες, από τη στιγμή μάλιστα που εγώ ήμουν τόσο ξηγημένη απέναντι σου. Όσο ξαφνικά είχες μπει στη ζωή μου, άλλο τόσο απότομα βγήκες και από εκείνη, αφήνοντάς με πίσω. Είναι στο χαρακτήρα μου να με τρώει η αδικία και μόνο, τίποτα άλλο. Αν δε με ήθελες, αν ένιωθα για σένα κι εσύ όχι, αν δε γούσταρες στην τελική, το πολύ-πολύ μια βδομάδα να χαλιόμουν. Μετά θα ήμουν καλά, γιατί τουλάχιστον θα ήξερα τι μου γινόταν, τι να περιμένω. Κι ενώ μία μέρα χάζευα στο Facebook, βλέπω μήνυμά σου. Πρόσεξε, δεν είναι η φάση που έχεις ταχυκαρδιές, τρέμουν τα γόνατά σου και δεν μπορείς να μιλήσεις. Είναι η φάση που σου βγαίνει από το στόμα η εξής πρόταση: «τι στο διάολο μπορεί να θέλει τώρα;». Και κυρίως, γιατί τώρα; Προφανώς και ήμουν κρυόκωλη στις απαντήσεις μου, όσο θερμά κι αν ήταν τα δικά σου μηνύματα. Άρχισες να με ρωτάς για τη σχολή μου, για τη δουλειά μου, λες και στα αλήθεια σε ένοιαζε τι κάνω και πώς είμαι. Όλο αυτό το διάστημα ούτε ένα γεια, και τώρα μιλάμε λες και είμαστε δύο καλά φιλαράκια που απλώς χάθηκαν. Όμως μάντεψε. Ούτε φιλαράκια είμαστε, ούτε «απλώς χαθήκαμε». Χάθηκες, από επιλογή σου, την οποία μάλιστα σεβάστηκα όσο κι αν ήθελα το αντίθετο. Τι έπαθες τώρα και ξαφνικά λύγισες; Και να σου τα πιο συχνά μηνύματα, και οι προσκλήσεις σου για καφέ, ποτό, βόλτα. Τις οποίες αρνιόμουν μία προς μία χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν ήταν δικαιολογία το ότι ήθελα να διαβάσω, απλώς πρόσθεσε και το ότι θα προτιμούσα να διαβάσω το πιο παλούκι μάθημα με την πιο αχώνευτη καθηγήτρια από τη σχολή μου, από το να βγω μαζί σου και να το παίζεις άνετος και χαλαρός. Μέχρι που εκείνο το βράδυ δεν άντεξα, και κατέβηκα. Κάθισα μαζί σου πολύ περισσότερες ώρες από όσες περίμενα. Και είπες όλα όσα ήθελα να ακούσω, όσα είχα ανάγκη να ακούσω. Πόσο μαλάκας ήσουν τότε, πόσα λάθη έκανες, πόσο δε με εκτίμησες όσο μου άξιζε. Πως από μένα είχες να θυμάσαι μόνο καλά πράγματα, και ότι είμαι από τα καλύτερα πράγματα που μπορούσαν να σου συμβούν. Και κυρίως: με ήθελες πίσω. Και να που αυτό που δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσε να συμβεί με εμάς, τελικά έγινε. Γύρισες, και ζητούσες μία δεύτερη ευκαιρία. Δε σου κρύβω ότι ήσουν ο πρώτος που το έκανε αυτό. Κι άλλοι μου συμπεριφέρθηκαν σκάρτα, αλλά ήσουν ο πρώτος που είχε τα κότσια να γυρίσει, να ρίξει εγωισμούς, να παραδεχτεί λάθη και να διεκδικήσεις αυτό που θέλεις. Να διεκδικήσεις εμένα. Κάπου εδώ, όμως, ταιριάζει το «karma is a bitch», και θα σου πω γιατί. Ενώ λοιπόν άκουσα όσα ήθελα να ακούσω, λόγια στα οποία η κάθε κοπέλα θα έλιωνε –υπό άλλες συνθήκες κι εγώ η ίδια–, δεν ένιωσα τίποτα. Κανένα πάθος δεν άρχισε να φουντώνει ξανά, καμιά ορμή, έλξη, τίποτα. Το απόλυτο κενό μέσα μου. Δε θα σου κρύψω ότι μου έκανε τεράστια εντύπωση, σε βαθμό να ανησυχώ κιόλας. Τόσα ξενύχτια για πάρτι σου, τόσο κλάμα, και τώρα τίποτα. Πέρασε καιρός, θα μου πεις. Αν τότε όμως μου έλεγες ότι θα γυρνούσες πίσω και δε θα σε ήθελα, δεν υπήρχε περίπτωση να σε πιστέψω. Τρελό θα σε ανέβαζα, τρελό θα σε κατέβαζα. Έλα όμως που τα πράγματα άλλαξαν κι ο καθένας μας πήρε αυτό που του άξιζε. Εγώ πήρα τις εξηγήσεις και τη συγνώμη που δεν πήρα τότε, κι εσύ ένα μάθημα. Υπήρχε κι ένα ρητό πάνω σε αυτό που κάναμε στο δημοτικό. «Αν κάποτε τους ήθελες και δε σε θέλανε, όταν σε θέλουν να μην τους θέλεις, για να μάθουν να σε θέλουν όταν τους θέλεις». Κάπως έτσι και με εμάς λοιπόν. Ούτε εύκολο μου ήταν να σου πω ότι δεν αισθάνομαι το ίδιο, ούτε ένιωσα καλά που πήρες μία γεύση από το τι πέρασα εγώ τότε. Δεν είναι επίσης ότι το έκανα για εκδίκηση, παρά μόνο επειδή αυτή ήταν η αλήθεια μου. Γιατί όσο σκάρτος κι αν ήσουν τότε, κάποτε σε εpωτεύτηκα ρε γαμώτο. Και δε θα ήθελα να βιώσεις το πόσο πόνεσα εγώ ούτε στο ένα δέκατο. Πηγή: www.pillowfights.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ