-
Πάνω στην ταφόπλακα του Καπλάνη μέσα στο κοιμητήριο ρωσικού μοναστηριού της Μόσχας, κάποιος χάραξε μια επιτύμβια επιγραφή.
«Όλην του την κατάσταση έθυσε μ’ ευκαρδίαν / για φωτισμό Πατρίδος του και για φιλοπτωχίαν».
Παρά την τραχιά γλώσσα και τους προχειρογραμμένους δεκαπεντασύλλαβους, ένα από τα δίστιχα παρέχει μια καλή εικόνα για το ποιος ήταν ο Καπλάνης.
Ο ελληνικός λαός το έλεγε βέβαια καλύτερα και πιο απλά: «όλα για τους άλλους, τίποτα για τον εαυτό του».
Όλα αυτά για ένα ορφανό από ξεχασμένο χωριό των Ιωαννίνων που τόσο αλύπητα το είχε χτυπήσει η μοίρα που όλοι το φώναζαν «Πικροζώη». Ο Ζώης όμως μεγάλωσε και έγινε πλούσιος στο εξωτερικό, στο Βουκουρέστι και τη Μόσχα, αν και δεν ξέχασε ποτέ την πατρίδα του που στέναζε κάτω από τον τούρκικο ζυγό.
Κι έτσι χάρισε πρόθυμα τους κόπους μιας ζωής για να αλλάξει λίγο το πρόσωπο της Ελλάδας, σε μια εποχή μάλιστα (πριν από την απελευθέρωση) που ο όρος «εθνικός ευεργέτης» ήταν ακόμα άγνωστος.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα που πρέπει να ειπωθεί για τον «ερημίτη της Μόσχας», όπως τον φώναζαν πια για τον ασκητικό του βίο, μιας και κάθε δεκάρα που είχε βγάλει έπρεπε τώρα να πάει στην Ελλάδα. Ό,τι έκανε, δεν το έκανε για οικονομικά παιχνίδια ή ακόμα και την υστεροφημία του, καθώς όπως θα δούμε τέτοια θέματα δεν τον απασχόλησαν ποτέ.
Ήταν ο άδολος πατριωτισμός του και η αγνή αγάπη του για την Ελλάδα και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Γιάννενα, που τον ώθησαν να δώσει τα πάντα για την εκπαίδευση των Ελληνόπουλων και τον φωτισμό του γένους. Ορφανός από παιδί και «ιδεολόγος άγαμος» αργότερα, σαν το πρότυπό του τους Ζωσιμάδες, ο Καπλάνης μετατράπηκε σε αυθεντικό σύμβολο εθνεγερσίας για τους υπόδουλους Ηπειρώτες και όχι μόνο, μιας και ο ίδιος καταφρονούσε τον πλούτο και ζούσε σαν ασκητής!
Υπόδειγμα εθνικής προσφοράς, τόσο το όνομα όσο και οι ευεργεσίες του έμειναν θρυλικά στα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς προέρχονταν όλα από τον «Πικροζώη» που τόσο τον είχε καταραστεί η ζωή στα μικράτα του. Ήταν προφανώς αυτές οι κακουχίες του βίου του, σε συνδυασμό με τον πλουτισμό του μετά κόπων και βασάνων, που του δημιούργησαν συναισθήματα βαθιάς και ανιδιοτελούς προσφοράς τόσο στο ελληνικό έθνος όσο όμως και σε κάθε συνάνθρωπο.
Ο Καπλάνης ανήκει στην κατηγορία των πρωτοπόρων εθνικών ευεργετών, μιας και έδρασε και πέθανε πριν από την Επανάσταση του 1821. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που του απονεμήθηκε επισήμως ο χαρακτηρισμός του «εθνικού ευεργέτη» και για τον Καπλάνη ήταν απόλυτα ταιριαστό, καθώς τόσο η επιχειρηματική ηθική του όσο και η φιλανθρωπική του πορεία δύσκολα θα βρουν όμοιό τους στο διηνεκές. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που πλούτισε κυριολεκτικά με τον σταυρό στο χέρι και δώριζε τεράστια ποσά μόνο για το καλό του τόπου και του ανθρώπου.
Η Καπλάνειος Σχολή στα Γιάννενα παραμένει το μεγαλύτερό του έργο, αν και η δράση του δεν εξαντλείται μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, αγγίζοντας πολλές ακόμα ελληνικές πόλεις, ακόμα και τη Ρωσία.
Όταν το 2007 καθιερώθηκε από την πολιτεία να γίνει η 30ή Σεπτεμβρίου η Ημέρα Μνήμης των Εθνικών Ευεργετών, όλοι θυμήθηκαν αβίαστα τον Ζωή Καπλάνη, που οι παλιότεροι τον μνημόνευαν ακόμα από τα αναγνωστικά του Δημοτικού…
Ο Ζώης Καπλάνης γεννιέται το 1736 στο Γραμμένο της Ηπείρου, με τη μοίρα να του δείχνει από νωρίς το σκληρό της πρόσωπο: στα τέσσερα ορφανεύει από μητέρα και σύντομα θα βρεθεί στα χέρια της μητριάς, μιας και ο ξαναπαντρεμένος πατέρας χάθηκε κι αυτός. Πριν φύγει βέβαια από τον κόσμο, ο μορφωμένος Κωνσταντίνος Καπλάνης μαθαίνει στον γιο του λίγα γράμματα.
Ο Ζώης έχει τώρα να συντηρήσει και τον εαυτό του και τη μητριά, χωρίς γρόσι στην τσέπη. Κι έτσι καθημερινά φορτώνει το γαϊδουράκι με καυσόξυλα και κατεβαίνει στην αγορά των Ιωαννίνων, πουλώντας την πραμάτεια του. Παρά τη φτώχεια και την εξαθλίωση, ο μικρός είναι πραγματικός οικονόμος και δεν χαλά δεκάρα. Οι συγχωριανοί τον φωνάζουν «Πικροζώη» για την αθλιότητα στην οποία είναι βουτηγμένος.
Στα δεκατέσσερα κατεβαίνει μόνιμα στα Γιάννενα, περιμαζεύοντάς τον κάτι συγγενείς του. Ο ίδιος θυμόταν πάντα τη μέρα που εγκατέλειψε το Γραμμένο, ζητώντας αργότερα στη διαθήκη του να τελείται το μνημόσυνό του τη μέρα της φυγής από το χωριό.
Σχολείο αν πήγε στα Γιάννενα δεν ξέρουμε, δεν αποκλείεται πάντως να φοίτησε για μερικά χρόνια σε νυχτερινή σχολή και να έλαβε την τυπική εκπαίδευση του καιρού του. Το 1754 θα πιάσει δουλειά στον γνωστό γουνέμπορο Παναγιώτη Χατζηνίκο και σύντομα θα επιδείξει το εμπορικό του δαιμόνιο.
Το 18χρονο παιδί για όλες τις δουλειές του γιαννιώτη μεγαλέμπορου εξελίσσεται γρήγορα και ο Χατζηνίκος διαπιστώνει πως έχει στα χέρια του σωστό θησαυρό. Γρήγορα τον απαλλάσσει από τη χειρωνακτική δουλειά, ώστε να γίνει άσος στη γουναρική αλλά και να έχει χρόνο για μελέτη και περαιτέρω εκπαίδευση…
Ο Χατζηνίκος θα τον προβιβάσει κάποια στιγμή από βοηθό σε συνέταιρό του, αλλάζοντας καθοριστικά την τύχη του. Τον παίρνει μαζί του στο Βουκουρέστι, όπου διατηρεί μεγάλο γουναράδικο, αφού είναι το δεξί του χέρι και έχει ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη του μεγαλέμπορου.
Ο Καπλάνης οργώνει τα πανηγύρια στην Ελλάδα ως πωλητής του γουναράδικου και αποκτά πολύτιμη εμπειρία. Ταυτοχρόνως, έρχεται και σε επαφή με τη γενικευμένη εξαθλίωση του πληθυσμού και καταλαβαίνει πως δεν είναι μόνο αυτός «πικρός», αλλά όλοι οι υπόδουλοι ραγιάδες.
Συνεργάτης πια του Χατζηνίκου, ο Καπλάνης αναχωρεί το 1768 για τη Νίζνα της Ουκρανίας (τμήμα τότε της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), όπου υπήρχε ισχυρή ηπειρώτικη παροικία, την οποία κάνει βάση των δραστηριοτήτων του. Εκεί θα περάσει τα υπόλοιπα τρία χρόνια περιοδεύοντας εκτεταμένα στη ρωσική επικράτεια αλλά και την Κεντρική Ευρώπη και οργώνοντας τις εμποροπανηγύρεις.
Οι δουλειές πήγαιναν ιδιαιτέρως καλά και ο Ζώης μετακομίζει το 1771 στη Μόσχα, το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίας γούνας εκείνη την εποχή. Σύντομα αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα στη Ρωσία, γι’ αυτό και επιστρέφει στο Βουκουρέστι για να λύσει την εμπορική σχέση με τον μέντορά του, τακτοποιώντας όλους τους κοινούς λογαριασμούς και μένοντας πάντα καλοί φίλοι.
Παρά το γεγονός ότι στη Μόσχα οι προσωπικές πια δουλειές του πάνε από το καλό στο καλύτερο, ο Καπλάνης ζει ασκητικά! Διαμένει σε ένα κελί του γραικικού μοναστηρίου του Αγίου Νικολάου, μετόχι της Μονής Ιβήρων, και διάγει λιτότατο βίο. Μετρημένος και ολιγοδάπανος, μαζεύει κάθε δεκάρα, καθώς μέχρι τότε έχει αποφασίσει τι θέλει να κάνει με τα λεφτά που του εξασφαλίζουν το εμπορικό του δαιμόνιο και η παροιμιώδης τιμιότητά του.
Δουλευταράς και πανέξυπνος, δεν θα του πάρει πολύ να γίνει ένας από τους πιο πετυχημένους μεγαλέμπορους γουναρικών της Ευρώπης.
Συγκεντρώνει αμύθητη για την εποχή περιουσία, καθώς ο εμπορικός κόσμος της Γηραιάς Ηπείρου εκτιμά την αξιοπιστία και την ευθύτητά του και τον εμπιστεύεται πια με τα μάτια κλειστά.
Τα πλούτη δεν τον ξεστρατίζουν όμως, μοιάζοντας ανίσχυρα να τον δελεάσουν να ζήσει μέσα στην πολυτέλεια και την τρυφή. Αντιθέτως, πιάνει φιλίες με τον συμπατριώτη του Ζώη Ζωσιμά, καθώς μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την ανιδιοτελή προσφορά στον συνάνθρωπο. Ο επίσης εθνικός ευεργέτης Ζωσιμάς θα τον μυήσει στα «μυστικά» της προσφοράς, αλλά και σε ένα μοντέλο λιτού ασκητικού βίου αλλιώτικο από τα άλλα.
Όπως και το πρότυπό του, οι έξι αδερφοί Ζωσιμάδες, ο Καπλάνης μένει άγαμος ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος «στο πρώτον και θείο έργον, το οποίον είναι διά παντός το καλόν της πατρίδος», όπως έλεγε. Και όπως έκανε φυσικά πράξη σε όλη του τη ζωή.
Ο Καπλάνης παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στη Μόσχα, πάντα στο ίδιο μοναστικό κελί, ζώντας μια απλή και ήρεμη ζωή. Ήρεμη εξωτερικά, μιας και μέσα του βασανιζόταν διαχρονικά από τη σκέψη της πατρίδας του να στενάζει κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Πριν στραφεί με ορμή στο φιλανθρωπικό έργο στην Ελλάδα, θα δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην ανιδιοτελή προσφορά στην πόλη όπου ζούσε, έχοντας ωστόσο ακόμα και στο πρώιμο αυτό στάδιο των ευεργεσιών τη σκέψη στην υπόδουλη Ελλάδα.
Ό,τι έκανε ο Καπλάνης, το έκανε με μια απροσχημάτιστη απλότητα και ανιδιοτέλεια που πιστοποιήθηκε από τόσους και τόσους που έλαβαν το ζεστό άγγιγμά του. Ήταν φυσικότατο γι’ αυτόν να βοηθά οικονομικά τους φτωχούς ομογενείς και ιδιαίτερα τους συντοπίτες του, ήδη από τις πρώτες ημέρες της εγκατάστασής του στη Μόσχα.
Η ηθική αυτή επιταγή θα γενικευτεί λίγο αργότερα και θα περιλαμβάνει πια όλους τους ανθρώπους, αν και ο νόστος για τα πατρώα εδάφη θα τον κάνει να στραφεί σύντομα στην Ελλάδα. Η πρώτη του φανερή δωρεά είχε εξάλλου ελληνικό άρωμα: καταθέτει ένα τεράστιο ποσό στο Αυτοκρατορικό Ορφανοτροφείο της Μόσχας το 1797, 10.000 ρούβλια, και παραγγέλνει οι τόκοι του ποσού να κατευθύνονται κάθε χρόνο στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Την επόμενη χρονιά, ανέλαβε τη λειτουργία και τη συντήρηση των διδακτηρίων της Μαρουτσαίας Σχολής στα Γιάννενα, την οποία εφοδίασε με βιβλία και επιστημονικά όργανα. Τον ίδιο χρόνο, σηκώνει νέο κτίριο στη σχολή, πιο μεγάλο και με σημαντική βιβλιοθήκη, το οποίο θα πάρει αργότερα το όνομά του και θα γίνει το έργο της ζωής του. Ταυτόχρονα, θέτει την Καπλάνειο Σχολή στην κηδεμονία της Εκκλησίας, κατοχυρώνοντάς την με πατριαρχικό σιγίλιο. Τοποθετεί σχολάρχη τον επιφανή και προοδευτικό δάσκαλο Αθανάσιο Ψαλίδα, καθιερώνει πρωτοποριακό για την εποχή πρόγραμμα σπουδών και καταφέρνει να μετατρέψει το σχολείο του σε ένα από τα λίκνα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά και λαμπρό κέντρο εθνεγερσίας για τον υπόδουλο ελληνισμό. Η σχολή κάηκε το 1821, ξαναχτίστηκε ωστόσο το 1926 και λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως σχολικό συγκρότημα.
Ανάμεσα στις πολυπληθείς δωρεές του συγκαταλέγονται η ενίσχυση της Ελληνικής Σχολής της Πάτμου και της Αθωνιάδας Σχολής του Αγίου Όρους, η αποστολή χρημάτων στον Πανάγιο Τάφο και στο Σιναίο Όρος στην Ιερουσαλήμ, η προίκιση άπορων κοριτσιών των Ιωαννίνων, η βελτίωση των συνθηκών στις φυλακές της ηπειρώτικης πρωτεύουσας και η ενίσχυση του Νοσοκομείου της Νίζνας.
Ταυτοχρόνως, καταθέτει εφάπαξ οικονομική βοήθεια στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, συντηρώντας παράλληλα πλήθος εκκλησιών και μοναστηριών στην Ελλάδα. Όταν δεν ασχολείται με τις επιχειρήσεις του, περνά τον καιρό του σχεδιάζοντας προσεκτικά την επόμενη αγαθοεργία του, κι αυτό θα γίνει το μοτίβο της λιτής ζωής του στην τελευταία δεκαετία του.
Τέσσερις μήνες μάλιστα πριν από τον θάνατό του, αισθανόμενος τις δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν από τη μακροχρόνια ασθένεια που τον ταλαιπωρεί, αποφασίζει να συντάξει τη διαθήκη του. Μέσω των εικοσιπέντε άρθρων τής με ημερομηνία 15 Αυγούστου 1806 διαθήκης του, παραχωρεί μερικές ακόμα χιλιάδες ρούβλια για την κοινωνική μέριμνα, την εκπαίδευση και τη φροντίδα των Ελλήνων.
Ορίζει μάλιστα ρητά να κατατίθενται «αιωνίως» -καθώς λέει- χρηματικά ποσά για να προικίζονται τα άπορα κορίτσια των Ιωαννίνων αλλά και να επιβιώνουν οι άποροι και οι κατατρεγμένοι Ηπειρώτες. Τα 188.000 ρούβλια που διέθεσε συνολικά ήταν ένα πραγματικά τεραστίων διαστάσεων ποσό. Είπαν μετά πως ξόδεψε τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής για την πατρίδα. Και το σχολείο του βέβαια, το μεγάλο του μέλημα, στο οποίο και κατευθύνθηκε το 73% της περιουσίας του.
Η Καπλάνειος Σχολή του «Γλυκοζώη», όπως τον αποκαλούσαν τώρα για τη δυναμική φιλανθρωπική του δράση, ήταν το έργο της ζωής του. Πέρα από τη λειτουργία της και την οικονομική ενίσχυση των φτωχών μαθητών, ο Καπλάνης προέβλεψε ακόμα και τη μισθοδοσία τριών καθηγητών ξένων γλωσσών!
Τον ενδιέφερε να εξασφαλίσει τη διάρκεια και τον αντίκτυπο της Σχολής για τον φωτισμό του ελληνικού γένους, γι’ αυτό και τοποθέτησε διευθυντή τον λόγιο Ψαλιδά, κορυφαίο εκπρόσωπο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος με την προοδευτικότητα, την ελευθεροφροσύνη και τον παιδαγωγικό του ζήλο εγκαινίασε μια νέα εποχή άνθησης της παιδείας στον τόπο μας. Ο Ψαλίδας διηύθυνε την Καπλάνειο επί 15 ολόκληρα χρόνια και την κατέστησε το ανώτερο εκπαιδευτήριο του ελλαδικού χώρου, θέτοντας τις βάσεις για την αναγέννηση του έθνους.
Ο Ζώης Καπλάνης έφυγε από τον κόσμο στις 20 Δεκεμβρίου 1806 και ενταφιάστηκε σε μοναστήρι του Ντονσκόι. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε στη Μόσχα η ρωσική βιογραφία του, αφού άφησε και εκεί σοβαρό φιλανθρωπικό έργο. Τα «Σπάνια έργα ευποιίας του Ζώη Καπλάνη» μεταφράστηκαν αργότερα στα ελληνικά.
Ο μεγάλος Ηπειρώτης ήταν ο πρώτος που έλαβε επισήμως τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη και γράφτηκε με χρυσά γράμματα στον μακρύ κατάλογο των μεγάλων ανθρωπιστών και πατριωτών που άλλαξαν το πρόσωπο του τόπου μας…
Πηγή